- σκαλίδρις
- και δ. γρφ. καλίδρις, -ιος, ἡ, Αείδος πτηνού που ζει κοντά στις λίμνες και στους ποταμούς, πιθ. ο πελαργός.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. σύνθ. από τις λ. σκάλλω και ὕδωρ με σημ. «αυτός που σκαλίζει στο νερό», οπότε θα έπρεπε στην περίπτωση αυτή να γραφτεί σκαλ-ύδρις].
Dictionary of Greek. 2013.